- εχθεσινός
- -ή, -ό και χθεσινός, -ή, -ό (Α ἐχθεσινός, -ή, -όν και χθεσινός, -ή, -όν) [εχθές]αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη από τη σημερινή ημέρα, στο παρελθόν («ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχθεσινός — yesterday s masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθεσινόν — ἐχθεσινός yesterday s masc acc sg ἐχθεσινός yesterday s neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθεσινῆς — ἐχθεσινός yesterday s fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθεσινή — ἐχθεσινός yesterday s fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθιζινός — ἐχθιζινός, ή, όν (Α) εχθεσινός («μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῡ», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χθιζινός* < χθιζός < χθες*] … Dictionary of Greek